- ζαβώνω
- [ζαβός]1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία»)3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός»)3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν ζάβωσαν τα βάσανα»)4. (μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) ζαβωμένος, -η, -οα) ζαλισμένοςβ) τρελός, ξετρελαμένος.
Dictionary of Greek. 2013.